Το αυθεντικό λαϊκό μας τραγούδι, εκτός από μέγα ενωτικό στοιχείο όλων των Ελλήνων, έχει γίνει και διδακτορική διατριβή της μόδας!
Βαγγελίστρα μου δηλαδή τι έχω διαβάσει τώρα τελευταία, εγώ η Μικρασιάτισσα και μεγαλωμένη μέσα στην αγορά του παλιού Πειραιά, που ακόμα στην εφηβεία μου παλλόταν το αυθεντικό λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι και η ατμόσφαιρά του.
Μπορεί μουσικολογικά και κοινωνιολογικά να εξηγήσεις ένα τραγούδι με τις γνώσεις σου, αλλά το αυθεντικό λαϊκό μας τραγούδι πάνω απ όλα είναι παλμός ψυχής.
Αυτό το νοιώθεις όταν το τραγουδάς, δονείται ο εσωτερικός σου κόσμος και καθηλώνεσαι όταν βλέπεις έναν άντρα να χορεύει το ζεϊμπέκικο του (όχι οι πολτοποιημένες κλώσες της πίστας) !
Αυτόν τον παλμό της ψυχής, την έκσταση, μόνο οι λαϊκοί άνθρωποι στα λιμάνια της Μεσογείου με τα ντέρτια, τους καημούς τους και τους αναστεναγμούς τους μπορούν και προσλαμβάνουν.
Γιατί εδώ γεννήθηκε, το λαϊκό μας τραγούδι, στα λιμάνια της Μεσογείου.
Όταν βλέπω κάτι ιστοσελίδες στην Αγγλική γλώσσα με ρεμπετολογική ανάλυση της ανάλυσης (!!!)... πού σαι Νίκο Μάθεση φωνάζω!
Που τον γνώρισα μέσα στην παλιά αγορά του Πειραιά, φίλος του πατέρα μου και των θείων μου, ένας ιστορικός στιχουργός και αυθεντικός ρεμπέτης.
Ο Πειραιάς έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο ρεμπέτικο τραγούδι αλλά και στο μετέπειτα λαϊκό.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος σπουδαίος μελετητής του ρεμπέτικου, το συγκεντρώνει σε τρεις περιόδους:
α) 1922 – 1932, με στοιχεία Σμυρνέϊκα, ερωτικά, μάγκικα, της φυλακής και χασικλίδικα
β) 1932 – 1942, η κλασική περίοδος, και
γ) 1942 – 1952, η περίοδος της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.
Στη δεκαετία του '20, μάγκες ταλαντούχοι γύρω από το λιμάνι που δούλευαν, μαζευόντουσαν σε διάφορα στέκια με τους μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια τους, νταλκαδιασμένοι πάντα από έρωτα και βάσανα, και γύρω από ένα μαγκάλι, κάπνιζαν το ναργιλέ τους (!) και τραγουδούσαν τη μαγκιά τους σε χασάπικο και ζεϊμπέκικο.
Αυτοί όλοι δεν είχαν ανάγκη από το πλήθος και το τραγούδι αυτό το γουστάριζαν για πάρτι τους μαζί με τους ρεμπέτες υμνητές τους.
Ανήκαν στο περιθώριο.
Όταν το '22 πλημμύρισε το Μικρασιατικό στοιχείο τον Πειραιά, έφερε τα ήθη, τα έθιμά του, τους δεξιοτέχνες των μουσικών οργάνων, και η πολιτιστική ποικιλότητα του Ελληνισμού συνδιαμόρφωσε μια νέα κουλτούρα ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού.
Στην κλασική περίοδο γράφεται ακόμα μάγκικο τραγούδι, αλλά και σπουδαία ερωτικά τραγούδια, κοινωνικά, τραγούδια για λύπες, καημούς, βάσανα, χαρές, πόθους των ανθρώπων… ολόκληρη η καθημερινότητα.
Εδώ συνέβαλε καθοριστικά στο λαϊκό μας τραγούδι (και μέχρι τώρα είναι αδιαμφισβήτητο) η γνωστή Τετράς του Πειραιά του 1934, που αρχίζει στη Δραπετσώνα στη μάντρα του Σαραντόπουλου.
Τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια τότε αρχίζουν να γράφονται. Κέντρο του λαϊκού τραγουδιού γίνεται ο Πειραιάς και τα πέριξ !
Τότε αρχίζει και η δισκογραφία.
Η γνωστή Τετράς ήταν:
ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905 – 1972), καταγόμενος από την Σύρα, θεωρείται γενάρχης του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού.
ο Ανέστης Δελιάς (1912 – 1944) δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, καταγόμενος από τη Σμύρνη,
ο Στράτος Παγιουμτζής (1904 – 1917) ερμηνευτής από το Αϊβαλί, και
ο Γιώργος Μπάτης (μπαγλαμά) καταγόμενος από Μέθενα αλλά από μικρός στον Πειραιά.
Το 1944 που πεθαίνει ο Ανέστης Δελιάς παίρνει τη θέση του ο Απ. Χατζηχρήστος (1904 – 1959) καταγόμενος από τη Σμύρνη.
Το 1940 το λαϊκό τραγούδι μεταλλάσσεται και εξελίσσεται.
Γράφει πια για τη φτώχεια, την πείνα, το ξενιτεμό, την ορφάνια, για τον πόλεμο.
Υπάρχουν κι άλλοι μεγάλοι δημιουργοί, μαστόρια του λαϊκού τραγουδιού: Γ. Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρας (Δ. Γκόγκος), Δ. Παπάζογλου, Γ. Τσαούς, Γ. Μητσάκης, Γ. Ζαμπέτας, Μαν. Χιώτης, Απ. Καλδάρας και πολλοί άλλοι, οι οποίοι πλούτισαν με αριστουργήματα το λαϊκό μας τραγούδι.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε το βαρύ πυροβολικό, που οδήγησε το λαϊκό σε ένα πιο εξευγενισμένο είδος ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού και πάντρεψε την ανατολίτικη με την δυτικοευρωπαϊκή αρμονία και με στίχο ερωτικό αλλά και βαθειά κοινωνικό.
Σημαία του το "Συννεφιασμένη Κυριακή".
Ο Μάνος Χατζηδάκης και Μίκης Θεοδωράκης αργότερα φέρνουν το έντεχνο που είναι ένα διαφορετικό μείγμα λαϊκού τραγουδιού.
Όλα αυτά τα χρόνια τη λαϊκή μουσική πλαισίωναν και μεγάλες λαϊκές φωνές, οι περισσότεροι αυτοδίδακτοι, γιατί το λαϊκό μέταλλο ή το έχεις ή όχι, όπως και η δεξιοτεχνία στο μπουζούκι, που οι περισσότεροι μεγάλοι δεν παίζουν όργανο, αλλά κάνουν κατάθεση ψυχής.
Τα χρόνια μετά από τον πόλεμο και στα τέλη του 50 η παραλία του Μοσχάτου και των Τζιτζιφιών στέγασαν τα μεγαλύτερα ονόματα στα πάλκα των μαγαζιών που είχαν ανοίξει εδώ, τόσο από τραγουδιστές και τραγουδίστριες, όσο κι από δεξιοτέχνες του μπουζουκιού.
Τα χρόνια του 55-65 το ιστορικό κέντρο «Κουλουριώτη» στην παραλία του Μοσχάτου έγραφε την ιστορία του.
Ήταν στην γωνία Ποσειδώνος με Μακρυγιάννη.
Εκεί, για χρόνια ο Αρχων της εποχής εκείνης ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Παρακάτω, στις Τζιτζιφιές, το κέντρο «Φαληρικόν» του Μαργωμένου και απέναντι του, του «Καλαματιανού»!
Όλα τα μεγάλα ονόματα πέρασαν απ όλα αυτά: Βαμβακάρης, Παπαιωάννου, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Ζαμπέτας, Μπέλλου, Μαρινέλα κι όλες οι πρωτιές…
Τότε πια είχαν γίνει οικογενειακές ταβέρνες, δεν είχαν σχέση με τα παλιά καπηλειά του ρεμπέτικου. Έβλεπες οικογένειες με τα παιδιά τους!
Ένας θείος μου, αδελφός της μητέρας μου, είχε ανοίξει ένα μικρό καφενεδάκι στο τέρμα της οδού Μακρυγιάννη...
Ο θείος μου ο Λουκάς.
Ταλαιπωρημένος από την πολιτική τότε κατάσταση που τους δυσκόλευε για να ζήσουν, βρήκε έναν υποστηρικτή και ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες, του έδωσε η αστυνομία μια άδεια για το καφενεδάκι!
Τότε μπήκε από τους πρώτους πελάτες για καφέ ο Καζαντζίδης!
Έκτοτε, όλοι, ακόμα και από τις Τζιτζιφιές, περνούσαν από το καφενεδάκι της Μακρυγιάννη καθημερινά, κι από νωρίς!
Έπαιζαν τάβλι με τις ώρες, έπιναν τα ουζάκια τους, καλαμπούριζαν, μιλούσαν για τις δουλειές τους, έπαιζαν τάβλι και με τους θαμώνες, όπως και με τον πατέρα μου!
Το βράδυ έφευγαν για το ιερό του πάλκου.
Πήγαινα και τους χάζευα κλεφτά, γιατί ανδροκρατείτο το καφενεδάκι!
Τότε δεν ήταν τα καφενεία για δεσποινίδες !
Το ζούσες όμως με μια ματιά , ότι αρχηγός των πάντων ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης!
Τότε βίωνα όλα τούτα και ο σκληρός δίσκος του μυαλού μου κατέγραφε τραγούδια σπουδαία λαϊκά, μιας και πηγαίναμε με τους φίλους και τα γειτονόπουλα μας απέξω στον περίβολο, και εδώ και στις Τζιτζιφιές, και με τις ώρες χαζεύαμε τα Σάββατα όχι μόνο το πρόγραμμα αλλά και την αυθεντικότητα της συμπεριφοράς τους.
Άνθρωποι πολύ ταλαντούχοι, σοβαροί, που τότε δεν πήραν αυτό τους άξιζε.
Δυστυχώς τα πήραν όλα άνθρωποι της αμετροέπειας.
Μη λέμε ονόματα πολύ γνωστά!
Το λαϊκό τραγούδι πάντα μας ένωνε και μας ενώνει και θα παραμείνει φωτοδότης της ζωής μας.
Από τα ντέρτια, τους καημούς και τους αναστεναγμούς που γεννήθηκε, δεν έχουμε τελειωμό, γι αυτό κι επιβιώνει ως τις μέρες μας στην ψυχή μας τόσο πανηγυρικά…
Μ αυτό διασκεδάζουμε και με τα αριστουργήματα του είδους εξιστορούμε τις χαρές, τις λύπες και τους πόθους μας.
Οι μουσικές πενιές του ακομπανιάρουν γλυκά τη ζωή μας.