Λούνα

Το 'πε: 
Που: 

την γνωρίσαμε πέρσι το καλοκαίρι, στην παραλία του Αϊ-Νικόλα…
όμορφη, κομψή, παιχνιδιάρα, καλότροπη...
ο Felix την ερωτεύτηκε παρόλο που τον κούραζε με τους ατέλειωτους ελιγμούς και με τα πλάγια ή με τα καθ ύψος άλματά της…
την αγάπησα κι εγώ!
Γι αυτό το λόγο πύκνωσαν οι επισκέψεις μας στον Αϊ-Νικόλα, ενώ αραίωσαν οι κολυμβητικές μας καταδρομές στις παραλίες της Μπούκας, της Ιτιάς, του Αϊ-Γόρδη ή του Γαρδένου!
ξετρελάθηκα μαζί της, όταν την χάζευα να ανεβοκατεβαίνει την αμμουδιά με τα πανύψηλα πόδια της ή την έβλεπα προσωρινά αποκαμωμένη να μπαίνει στη θάλασσα για να δροσιστεί (πλάϊ – πλάϊ με τον Felix) μου έρχονταν εικόνες λες βγαλμένες από πίνακες του Βελάσκεθ ή του Ρεϋνολτς...
οι εξοχότερες βέβαια στιγμές ήταν οι απόπειρες που έκανε να με πλησιάσει δειλά και σεμνά για να αποσπάσει με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ένα χάδι, που δεν ήταν παρά το ακροθιγές και φευγαλέο άγγιγμα των ακροδάχτυλών μου πάνω στο σάμπως ζαχαρόχρωμη πορσελάνη δέρμα της…
τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διακοπές μας…
φύγαμε για την Αθήνα…
γυρίσαμε πάλι φέτος στην Λευκίμμη και τραβήξαμε για το απογευματινό μπάνιο μας στον Αϊ-Νικόλα…
ανεβήκαμε τα Μελίκια, πήραμε το δρόμο της Ράχης και στρίβοντας δεξιά φτάσαμε στο τέλος του σκιερού αμμόδρομου που οδηγάει στην αμμουδιά...
ψάξαμε (ο Felix κι εγώ) να την βρούμε…
δεξιά, προς το πευκόφυτο αγρόκτημα όπου ζούσε και αριστερά προς το μικρό γειτονικό σπιτάκι και την αμμουδιά…
την φωνάξαμε με τα όνομά της..
τίποτα…
καμιά ανταπόκριση...
η αφεντικίνα της με σφιγμένα χείλη και με εμφανή προσπάθεια να κρύψει τον κόμπο που έφτασε μέχρι το λαιμό ψηλά, με πληροφόρησε ότι «η Λούνα πέθανε πριν δύο μήνες»!!!
έτσι την λέγανε: Λούνα, δηλαδή Σελήνη, Φεγγάρι…
(ποιος άραγε σκέφτηκε ένα τόσο όμορφο όνομα που κυριολεκτικά της πήγαινε γάντι;)
Είχε μείνει έγκυος…
κάποιος την χτύπησε πολύ…
αναγκαστήκανε να την πάνε στην πόλη της Κέρκυρας…
της πήραν τα νεκρά παιδάκια της και ξεψύχησε μετά την επέμβαση, την ώρα που πια γύρναγαν πίσω στο χωριό…
συγκινήθηκα κι εγώ…
όση ώρα άκουγα τη γηραιά κυρία να μου διηγείται τα πάθη της, ο Felix ακατάπαυστα τριγυρνούσε τον τόπο αναζητώντας την φίλη του… με κολλημένη μούρη στο συρματόπλεγμα της περίφραξης, έψαχνε με διεισδυτική ματιά το χώρο του αγροκτήματος ή έχωνε τη μουσούδα του στις πεσμένες πευκοβελόνες για να ανακαλύψει την μυρωδιά της, αφήνοντας που και που ένα θρηνητικό γρύλισμα…
τίποτα!
μπήκα στη θάλασσα και κοίταζα την ακτογραμμή επαναφέροντας στη μνήμη μου εικόνες όπου την έβλεπα να τρέχει και να παίζει ακατάπαυστα…
βράδιασε…
η σελήνη ξεπρόβαλε πίσω από τα βουνά της Πάργας…
παρότι απόμεναν μια-δυό μέρες ακόμη για να συμπληρώσει την πανσέληνο εγκυμοσύνη της, το χρυσαφένιο φως της στραφτάλιζε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας.
τα φεγγαρογνέματα της με αγκάλιασαν σαν μια κάθετη χρυσή γραμμή που διαθλάστηκε λοξά κατά πάνω μου…
κατάλαβα πως ήταν αυτή…
«είμαι η Λούνα», μου τραγούδησε στ’ αυτί…
και με πιασαν τα κλάματα…
και έγινα ένα με τη θάλασσα…
όταν πια ξεκίνησα για το σπίτι μια δέσμη σεληνόφωτος με ακολουθούσε κατά πόδας…

τα σκυλιά πάντα ξέρουν να ευγνωμονούν,
να ξεπληρώνουν
και να αγαπούν…

Error | Μοσχάτο - Moschato

Error

The website encountered an unexpected error. Please try again later.