Τα παιδιά της Λάμπρου Κατσώνη

Το 'πε: 

Τα τρία τελευταία χρόνια άρχισε ένα νέο κέφι στη ζωή των Ευρωπαίων!
(που να το βρουν στην πραγματικότητα οι Τεύτονες)
Η αρχή βέβαια έγινε από τα εβραιόπουλα…

Μαζεύεται λοιπόν μια παρέα ηλικιωμένων ανθρώπων που έμεναν περίπου στην ίδια γειτονιά ή ήσαν συμμαθητές (τα παιδιά της οδού Jozef) και τα λένε...

Άλλοτε άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά άλλοτε και απλοί άνθρωποι, καταθέτουν τις αναμνήσεις τους πριν από μισό αιώνα, σε μιαν αίθουσα προς ενίσχυση της λέσχης τους, δίνουν τον οβολό τους, επισημαίνουν στο ακροατήριο ότι πάσα προσφορά εκπίπτει του φόρου τους (!) και παρακολουθώντας εγώ η Ελληνίδα τις αναμνήσεις τους, παγώνω από κρυαμάρα!
Ο ένας πήγαινε με το ποδήλατο στο ποτάμι κι ο άλλος έτρωγε κρυφά μαρμελάδα!
Ουάου!

Εμείς αναπνέοντας στη χώρα του ήλιου, ζεστοί άνθρωποι δεν πουλάμε τις αναμνήσεις μας, ούτε ανήκουμε σε λέσχες!
Ο καθένας μας είναι μια ολόκληρη πηγή αναμνήσεων, τι να πρωτοπούμε, τι να πρωτογράψουμε, γιατί σαν πολύπαθος λαός, από τη μια κατοχή στην άλλη, κι από τον ένα ξεριζωμό στον άλλον, έχουμε κιβωτό αναμνήσεων με απέραντο πόνο, αλλά και στιγμές μοναδικές …γεμάτες από ποίηση ζωής.
Σαν κι αυτήν που μου θυμίζει η πόζα με τα πέντε κοριτσάκια.
Βλέποντας την (μία από τις ελάχιστες φωτογραφίες μου, της χρονιάς του 1950), θα σας γράψω αναμνήσεις από τον Όρμο του Φαλήρου, γιατί έτσι όπως πάνε τα πράγματα, δε τη γλυτώνουμε και σύντομα θα δούμε το νέο Ντουμπάι!!!

Μια προέκταση του σπιτιού μου ήταν ολόκληρο το Φάληρο, ως τη «δεύτερη στάση Καλαμάκι» κι ο λόγος ήταν ότι οι αδελφές της μητέρας μου έμεναν εκεί: στην «πρώτη» και στη «δεύτερη» στάση, αλλά και η νονά μου είχε ένα κιόσκι με καλαμιές σκεπασμένο μέσα στη θάλασσα (στην «πρώτη στάση»), σαν κι αυτά που έχει τραβήξει φωτογραφίες παλιές ο Fred Boissona.

Στον όρμο ψάρευε ο νονός μου με τη βαρκούλα του, και πουλούσαν την ψαριά τους στο χόρτινο ταβερνάκι τους.
Η νονά μου, Παρασκευή την έλεγαν, ήταν αδελφή του παππού μου, χωρίς βαρυγκώμια μας έκανε όλα τα χατίρια!
Την αγαπούσαμε όλοι.

Αργότερα η κόρη τους αγόρασε από πάνω (ακριβώς στο δρόμο επί της Ποσειδώνος) οικόπεδο, και έκτισε τα χρόνια του ’55 τη μοναδική «ΜΑΡΙΔΑ» που τις εποχές του ‘60 κατέβαινε όλη η Αθήνα να φάει μαριδάκι…
(Τώρα η τρίτη γενιά το έχει ενοικιάσει σε μιά πιτσαρία)

Όποτε είχε λιακάδα και τις Κυριακές, πηγαίναμε με τα πόδια, μαζί με τις γειτονοπούλες μου, ως εκεί.
Μόλις φθάναμε στις Τζιτζιφιές, βλέπαμε στην Παναγίτσα τα κτήρια της Αεροπορίας (εκεί που είναι το Media Markt), ε, και σε ευθεία σε λίγα λεπτά φθάναμε Φλοίσβο!
Έπειτα με βήμα γοργό, τσιφ Καλαμάκι!

Τα καλοκαίρια αλλά και τις ζεστές μέρες όλων των εποχών πηγαίναμε στην ακροθαλασσιά για το αγαπημένο μας παιχνίδι: να μαζέψουμε «μεζέ»! …που ήταν κάτι πεντανόστιμα καβουράκια και μικρές γαριδούλες κάτω από τα βραχάκια.
Τα καβουράκια τα πιάναμε ένα -ένα, και τις γαριδούλες με δύο απόχες «δια φραγμού διόδου»!
Τρώγαμε και μπόλικες πεταλίδες που βγάζαμε πάνω από τα βραχάκια μ’ ένα σουγιά και στύβοντας επί τόπου λεμονάκι!

Όταν κάναμε την ψαριά μας, τα δίναμε της νονάς μου και τα τηγάνιζε, ενώ εμείς πηγαίναμε στο εσωτερικό, στις ανηφοριές του Καλαμακίου, όπου κόβαμε τρυφερή ρόκα που ήταν παντού σ’ όλα τα χωράφια του (σπίτια ήταν ακόμα ελάχιστα), την οποία η νονά την έκανε μια πεντανόστιμη σαλάτα μαζί με διάφορα άλλα λαχανικά και που μας άρεσε πολύ.
Μας φίλευε κι εκείνη ότι είχε, με πρωταρχικό το ζυμωτό ψωμί της που από τότε ήταν «gourmet»!
Ψωμάκι ψητό με λάδι και ρίγανη και οι πάντα θεσπέσιες τηγανιτές πατατούλες.
Τα καβουράκια που τρωγόντουσαν ολόκληρα κι ήταν μαλακά, η νονά τα’ αλεύρωνε μαζί με τις γαριδούλες!
Τι ζωντάνια, τι ξενοιασιά!
Τι ποίηση ζωής, λέω τώρα.

Όταν ερχόταν η άνοιξη μας έπαιρνε στο μεγάλο περιβόλι του σπιτιού της και τρώγαμε φρέσκα κουκιά, στην οδό Θουκυδίδου, δύο στενά πάνω από την Ποσειδώνος.
Εκεί κοντά είχε και το σπίτι της, με μεγάλο κήπο, με φρούτα, με λαχανικά, κοτέτσι με κότες και κοκόρια, αλλά και κουνελάκια και κατσικούλες.
Σαν Λειβαδιτίσσα έφτιαχνε και μοναδικές χυλοπίτες και τραχανά…
Τι χρυσοχέρα γυναίκα!

Πολλές φορές την άνοιξη, τα καλοκαίρια, όταν ο καιρός ήταν κάλμα κι ο ορίζοντας ανοιχτός, επιστρέφαμε το απόγευμα με τη βάρκα του νονού μου εδώ… έξω από το γυμνάσιο του Μοσχάτου… Ασφαλώς δεν πρυμνοδετούσαμε!
Αράζαμε στα ρηχά, τσαλαβουτούσαμε δυό - τρία βηματάκια κι αποχαιρετούσαμε τον νονό - Κωστή που θα πήγαινε στον όρμο ανοικτά για ψάρεμα.
Όταν ένα βράδυ για πρώτη φορά γύρω στα 13 – 14 μου χρόνια είδα τον Όρμο του Φαλήρου από τη βάρκα, με τα πολύχρωμα φώτα και ακόμα τα πιο έντονα στις Τζιτζιφιές και στο Μοσχάτο των μπουζουξίδικων μαγαζιών να λαμπιρίζουν, …μαγεύτηκα!
Ένας μοναδικός πίνακας νυκτερινής γιορτής!
Έτσι τον είδαν τα παιδικά μου μάτια.

Στη φωτογραφία, στο βάθος, στην άκρη της θάλασσας φαίνεται και η βίλλα του πρωθυπουργού της Κατοχής, του Κ. Λογοθετόπουλου (τώρα παιδική χαρά, στάση Β! Καλαμάκι), η ακρογιαλιά του με τα βραχάκια του, πηγή καβουριών και μικρής γαρίδας.
Στη φωτογραφία η Νανά με τις κοτσίδες, αλλά και οι αγαπημένες γειτόνισσες της Λάμπρου Κατσώνη πού δεν υπάρχουν πια:
η Βαγγελίτσα, η Ελένη, η μικρή Ειρήνη, αδελφές και οι τρεις, έφυγαν πολύ νέες, γεύθηκαν όμως τη χαρά της παιδικής και νεανικής ζωής.
Η ψηλή Λίτσα χάθηκε στα Δυτικά προάστια από χρόνια.

Εγώ τώρα τι να πω?
Φάληρο μου, ένα μοναχά θα σου πω, μου φτάνει… πως μεγάλωσα με σένα.

...............

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 

Γράφω 2-3 πράγματα εδώ κάτω για να μην βαρύνω ένα τόσο όμορφο και νοσταλγικό κείμενο. 
Λοιπόν, είχα μέρες να πάρω σημεία ζωής (κάποιο email ή έστω ένα τηλεφώνημα) από τη Νανά και ανησύχησα. 
Της έστειλα ευχετήριο μήνυμα και μου απάντησε ότι παραμένει μεν "ένδον" και παραζαλισμένη από πάμπολλα χαράτσια της τρικομματικής αλλά ταυτόχρονα παραμένει ζωντανή και ανυπότακτη! 
Το επιβεβαίωσε στέλνοντας το παρακάτω κείμενο μαζί με την πολύ όμορφη από τα περασμένα, φωτογραφία που κατά βάση υπήρξε η γενεσιουργός αιτία να γράψει το σύντομο σημείωμα της στο παρελθόν. 
Δεν ήταν δα και εύκολες κείνες οι μετεμφυλιακές ημέρες του '50, όμως σίγουρα ήταν πιο όμορφο το Μοσχάτο, χάρμα οφθαλμών η παραλία και ο Φαληρικός όρμος - σχεδόν μια περιοχή που σήμερα θα έμπαινε σε πρόγραμμα natura ως διατηρητέο φυσικό μνημείο - και πέρα από αυτά υπήρχε η ελπίδα και η κοινωνική ανέλιξη... 
Μερικά ίσως ακουστούν αξιοπερίεργα έως και ακατανόητα για τους πολύ νεότερους. 
Όμως ας κάνουν ένα ταξίδι φαντασίας σε μιά Αθήνα που δεν υπάρχει και πιθανότατα δεν θα υπάρξει πια, όσο κι αν κάποιοι υποθετικά θα προσπαθούσαν να την αναπλάσουν με βάση τα μορφολογικά στοιχεία εκείνης της εποχής (άσε που πλέον ο Σαμαράς κατ' εντολήν των κερδοσκόπων την θέλει μιάν "ελληνική Ριβιέρα)

Χώρια που υπήρχε και η τότε κοινωνική πραγματικότητα και τα αντίστοιχα ήθη και έθιμα που αυτά κανείς δεν μπορεί να τα κάνει animation... 

Σ.Μ.

Error | Μοσχάτο - Moschato

Error

The website encountered an unexpected error. Please try again later.